Χλαμύδια Στον Πρωκτό

Χλαμύδια στον Πρωκτό

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

    Τα χλαμύδια στον πρωκτό αποτελούν ένα από τα πιο συχνά αφροδίσια νοσήματα και οφείλεται στο βακτήριο Chlamydia Trachomatis. Το βακτήριο αυτό έχει το χαρακτηριστικό ότι είναι υποχρεωτικά ενδοκυττάριο, δηλαδή δεν έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής χωρίς να εισέλθει μέσα στα κύτταρα. Η χλαμυδιακή λοίμωξη απαντάται κυρίως σε άτομα νεότερης ηλικίας με αυξημένη σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς προφυλάξεις και συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων. Βασικά τα χλαμύδια αποτελούν την πιο συχνή βακτηριακή σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη.

    Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), το 2018 καταγράφηκαν περισσότερες από 1,7 εκατομμύρια περιπτώσεις ανθρώπων στις ΗΠΑ που είχαν προσβληθεί από τη νόσο. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός αμφισβητείται, καθώς υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων με χλαμύδια, οι οποίες δεν είναι καταγεγραμμένες. Έτσι, υπολογίζεται ότι οι άνθρωποι που προσβάλλονται από τα χλαμύδια φτάνουν τα περίπου 3 εκατομμύρια ετησίως.
    Σε παγκόσμια κλίμακα, τα χλαμύδια εμφανίζονται στο 3,1% (131 εκατομμύρια) του πληθυσμού, σε άτομα ηλικιακού φάσματος 15 με 49 ετών. Αν και πρόκειται για νόσημα που προσβάλλει και τα δύο φύλα, η συχνότητά του είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες.

    Χλαμύδια στον Πρωκτό – Πώς Μεταδίδονται;

    Τα χλαμύδια στον πρωκτό μεταδίδονται – κατά κανόνα – με τη σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη. Ένας άνθρωπος μπορεί να μολυνθεί μέσω κολπικής, πρωκτικής αλλά και σπανιότερα μέσω στοματικής σεξουαλικής επαφής. Το συγκεκριμένο αφροδίσιο νόσημα μπορεί να μεταδοθεί επίσης με τα διάφορα σωματικά υγρά που εκκρίνονται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης (σπέρμα, κολπικά υγρά), χωρίς να είναι απαραίτητη η διείσδυση. Επίσης τα χλαμύδια μπορούν να μεταφερθούν από τον κόλπο στον πρωκτό και στο ορθό με το σκούπισμα, χωρίς να υπάρχει πρωκτική σεξουαλική επαφή.

    Επιπλέον, τα χλαμύδια μπορεί να μεταδοθούν και στα νεογέννητα μωρά κατά τη διέλευσή τους από το μολυσμένο κόλπο της μητέρας. Τέλος, τα χλαμύδια, μπορεί να μολύνουν και την περιοχή των ματιών, προκαλώντας μία σοβαρή οφθαλμική πάθηση που ονομάζεται τράχωμα. Ωστόσο, η περίπτωση αυτή είναι αρκετά σπάνια.

    Τι μπορεί να προκαλέσει μία λοίμωξη από χλαμύδια;

    Οι χλαμυδιακές λοιμώξεις και στα δύο φύλα μπορούν να προκαλέσουν ουρηθρίτιδα και πρωκτίτιδα. Στις γυναίκες μπορούν να προκαλέσουν και τραχηλίτιδα, ενώ στους άντρες επιδιδυμίτιδα. Εάν η λοίμωξη παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς θεραπεία, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στη γυναίκα όπως ασυμπτωματική σαλπιγγίτιδα, έκτοπη κύηση και συμπτωματική φλεγμονώδη νόσο της πυέλου σε ένα ποσοστό 10-15%. Η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου και η σιωπηρή (χωρίς συμπτωματολογία) φλεγμονή του ανώτερου γεννητικού συστήματος στις γυναίκες μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες βλάβες των σαλπίγγων, της μήτρας και των γύρω ιστών με αποτέλεσμα την υπογονιμότητα. Για αυτό το λόγο το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) της Αμερικής συστήνει ετήσιο προληπτικό έλεγχο για χλαμύδια σε όλες τις σεξουαλικά ενεργές γυναίκες ηλικίας κάτω από 25 ετών1, όπως επίσης και σε γυναίκες μεγαλύτερες των 25 ετών με τους εξής παράγοντες κινδύνου:

    • Νέο ερωτικό σύντροφο
    • Περισσότερους από έναν ερωτικούς συντρόφους
    • Ερωτικό σύντροφο που έχει και άλλες/ους ερωτικούς συντρόφους
    • Ερωτικό σύντροφο που έχει κάποια σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη.

    Επίσης ο ετήσιος προληπτικός έλεγχος του πρωκτού για χλαμύδια στους gay είναι μία πρακτική που γίνεται σε πολλές χώρες του κόσμου, καθώς οι gay αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για χλαμυδιακή λοίμωξη. Η συγκεκριμένη πρακτική συνιστάται και από το αμερικανικό CDC, με βάση το ιστορικό έκθεσης στα χλαμύδια, με ανάγκη συχνότερου ελέγχου σε ομάδες υψηλού κινδύνου.1

    Μία σπάνια επιπλοκή της φλεγμονώδους νόσου της πυέλου που οφείλεται σε χλαμύδια σε γυναίκες είναι το σύνδρομο Fitz-Hugh-Curtis, το οποίο χαρακτηρίζεται από φλεγμονή της ηπατικής κάψας και του γύρω περιτοναίου (περιηπατίτιδα), που προκαλεί πόνο στο ΔΕ υποχόνδριο (δεξιό άνω μέρος της κοιλιάς).

    Η μόλυνση του πρωκτού και των γεννητικών οργάνων από τους υποτύπους των χλαμυδίων L1, L2 και L3 μπορεί να προκαλέσει μία παραλλαγή της χλαμυδιακής λοίμωξης που ονομάζεται αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα (Lymphogranuloma VenereumLGV). Το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα έχει αυξημένη συχνότητα εμφάνισης στους gay.

    Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι χλαμυδιακές λοιμώξεις τόσο του πρωκτού όσο και του γεννητικού συστήματος του άντρα και της γυναίκας που διάγουν χωρίς θεραπεία, μπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα μετάδοσης του ιού HIV στον ερωτικό σύντροφο. Στους gay οροθετικούς συνιστάται προληπτικός έλεγχος για χλαμύδια ανά 3 μήνες, εάν αυτοί εμμένουν σε σεξουαλικές συμπεριφορές υψηλού ρίσκου ή εάν αυτοί ή οι ερωτικοί τους σύντροφοι έχουν πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους.

    Ποιοι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να μολυνθούν με χλαμύδια στον πρωκτό;

    Καθώς αποτελεί συχνό αφροδίσιο νόσημα, οι άνθρωποι που έχουν περισσότερες πιθανότητες να προσβληθούν από χλαμύδια στον πρωκτό είναι άντρες και γυναίκες που έχουν αυξημένη πρωκτική σεξουαλική δραστηριότητα. Ως εκ τούτου, οι ομοφυλόφιλοι και οι αμφιφυλόφιλοι άντρες αποτελούν ομάδα αυξημένου κινδύνου για τη λοίμωξη με χλαμύδια πρωκτού αλλά και άλλων πρωκτικών λοιμώξεων, όπως ο ιός HPV πρωκτού, τα κονδυλώματα πρωκτού, κ.α. Μάλιστα έρευνες που έχουν γίνει σε ασυμπτωματικούς gay άντρες έχουν αναδείξει μόλυνση με χλαμύδια σε ένα ποσοστό 3-10,5%.

    Εντούτοις, τα χλαμύδια πρωκτού αφορούν τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες με ενεργό σεξουαλική ζωή. Για το λόγο αυτό, έχει ιδιαίτερη σημασία η αυστηρή χρήση προφυλακτικού, ακόμα και κατά το στοματικό σεξ.

    Ποια συμπτώματα υποδηλώνουν ότι έχω χλαμύδια στον πρωκτό;

    Σε πολλές περιπτώσεις, τα χλαμύδια στον πρωκτό δεν παρουσιάζουν συμπτώματα και για αυτό το λόγο η λοίμωξη με χλαμύδια είναι γνωστή και ως «βουβή» λοίμωξη. Μάλιστα έχει υπολογιστεί ότι οι περισσότερες γυναίκες και οι μισοί άντρες με χλαμυδιακή λοίμωξη είναι ασυμπτωματικοί. Παρόλα αυτά, ένα ποσοστό των νοσούντων θα εκδηλώσει συμπτώματα. Τα πιο συνήθη από αυτά που αφορούν στη χλαμυδιακή λοίμωξη του πρωκτού είναι τα εξής:

    • Πόνος στον πρωκτό
    • Φαγούρα πρωκτού
    • Πρωκτική αιμορραγία
    • Αίσθημα καύσου
    • Επίμονη διάρροια
    • Εκροή υγρού το οποίο έχει κίτρινο ή γκρι χρώμα και αναδίδει δυσάρεστη μυρωδιά

    Σε ποιο γιατρό πρέπει να πάω για να μάθω αν έχω χλαμύδια στον πρωκτό;

    Σε περίπτωση που διαπιστώσει κάποιο/κάποια από τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ο ασθενής πρέπει να απευθυνθεί σε πρωκτολόγο. Ο εξειδικευμένος γιατρός θα πραγματοποιήσει κλινική εξέταση με τους εξής τρόπους:

    Ακολούθως, θα πρέπει να γίνει λήψη πρωκτικού επιχρίσματος με στυλεό. Το επίχρισμα που λαμβάνεται θα σταλεί για εργαστηριακό έλεγχο, όπου θα πραγματοποιηθεί ειδική εξέταση που ονομάζεται Αλυσιδωτή Αντίδραση Πολυμεράσης (Polymerase Chain Reaction – PCR). Με τη συγκεκριμένη εξέταση ανιχνεύεται το γενετικό υλικό των χλαμυδίων και τίθεται η διάγνωση της χλαμυδιακής λοίμωξης.

    Μία άλλη επιβοηθητική εξέταση είναι η καλλιέργεια υγρού από τον πρωκτό, αλλά δεν έχει τόσο καλή ευαισθησία και ειδικότητα όπως η PCR σε ορθοπρωκτικά δείγματα.

    Είναι σαφές πως όταν κάποιος διαγνωσθεί με χλαμύδια, είναι απαραίτητο να ενημερώσει τους σεξουαλικούς συντρόφους του. Αυτό αφορά σε όλα τα άτομα με τα οποία είχε σεξουαλική επαφή τις τελευταίες 60 ημέρες από τη διάγνωση ή την εμφάνιση των συμπτωμάτων.

    Χλαμύδια στον Πρωκτό – Θεραπεία

    Η θεραπεία των χλαμυδίων στον πρωκτό επιτυγχάνεται με αντιβιοτική αγωγή. Αυτή θα πρέπει να χορηγείται άμεσα σε ασθενείς θετικούς για χλαμύδια, καθώς η καθυστέρηση χορήγησης της ενδεικνυόμενης θεραπείας ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές όπως φλεγμονώδης νόσος της πυέλου. Συνήθως τα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται είναι η αζιθρομυκίνη και η δοξυκυκλίνη, αλλά έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης η ερυθρομυκίνη και οι κινολόνες.  Ο ασθενής θα πρέπει να απέχει από τη σεξουαλική δραστηριότητα για 7 ημέρες μετά την έναρξη της λήψης αντιβιοτικών, έτσι ώστε να προληφθεί η μετάδοση του νοσήματος σε άλλα άτομα. Είναι σημαντικό ο ασθενής να ακολουθήσει την αγωγή με συνέπεια μέχρι την ολοκλήρωσή της.

    Παρόλο που η αντιβίωση αντιμετωπίζει τη λοίμωξη, δε μπορεί να θεραπεύσει τυχόν μόνιμες βλάβες που έχουν προκληθεί από τα χλαμύδια. Εάν τα συμπτώματα επιμένουν, παρά τη φαρμακευτική αγωγή, ο ασθενής θα πρέπει να επικοινωνήσει με το γιατρό του για μία εκ νέου αξιολόγηση της πάθησης. Άντρες και γυναίκες με χλαμύδια θα πρέπει να επανεξετάζονται 3 μήνες μετά τη θεραπεία μίας πρωτοεμφανιζόμενης λοίμωξης.

     

    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    1. Workowski KA, Bolan GA; Centers for Disease Control and Prevention. Sexually transmitted diseasestreatment guidelines,  MMWR Recomm Rep. 2015 Jun 5;64(RR-03):1-137.

    Επικοινωνία Επικοινωνία