Βουβωνοκήλη

Βουβωνοκήλη: Χειρουργική Θεραπεία

Τι είναι η βουβωνοκήλη;

Η βουβωνοκήλη αποτελεί μια μορφή κήλης του κοιλιακού τοιχώματος, η οποία σχηματίζεται στη βουβωνική χώρα, δηλαδή στην περιοχή μεταξύ του μηρού και του κορμού, δεξιά και αριστερά από τα γεννητικά όργανα. Πρόκειται για τον πιο συχνό τύπο κήλης του κοιλιακού τοιχώματος, η οποία επηρεάζει κυρίως τον ανδρικό πληθυσμό. Η βουβωνοκήλη είναι μια διόγκωση, η οποία εμφανίζεται όταν μέρος του λίπους ή των εντερικών σπλάχνων προβάλλει διαμέσου ενός αδύναμου σημείου του κοιλιακού τοιχώματος.

 

Παράγοντες εμφάνισης

Υπάρχουν δύο βασικοί παράγοντες ανάπτυξης της βουβωνοκήλης, οι οποίοι στην πλειοψηφία των περιστατικών συνδυάζονται. Αυτοί είναι η εκ γενετής αδυναμία του κάτω κοιλιακού τοιχώματος και η αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη βουβωνοκήλης. Σε μια τέτοια κατάσταση, ο σπλαχνικός ιστός βρίσκει μια δίοδο, και προβάλει εκτός της κοιλιακής κοιλότητας. Παράγοντες οι οποίοι ενδέχεται να οδηγήσουν στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης είναι οι κάτωθι:

  • Παχυσαρκία
  • Άρση βαρέων αντικειμένων
  • Έντονη γυμναστική
  • Εγκυμοσύνη
  • Χρόνια δυσκοιλιότητα
  • Κάπνισμα
  • Χρόνιος παροξυσμικός βήχας

 

Ποια συμπτώματα προκαλεί;

Μεγάλος αριθμός των περιστατικών βουβωνοκήλης παρουσιάζεται ασυμπτωματικός. Αυτό σημαίνει ότι δεν εμφανίζει ενδείξεις ύπαρξης της κήλης, έως ότου ο ασθενής παρατηρήσει την εμφανή διόγκωση στη βουβωνική περιοχή. Εάν οι ενδείξεις εμφανιστούν, περιλαμβάνουν κυρίως αίσθηση βάρους και πίεσης, πόνο κατά την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης και ενοχλήσεις στη βουβωνική περιοχή. Σε αρχικό στάδιο, ο ασθενής ενδέχεται να μπορεί να ανατάξει τη βουβωνοκήλη με τα δάκτυλά του. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να επαναφέρει το προβάλλον σπλάχνο στην αρχική του θέση.

 

Βουβωνοκήλη Βουβωνοκήλη

 

Βουβωνοκήλη: Διάγνωση

Η διάγνωση της βουβωνοκήλης ξεκινά με τη λήψη του ιατρικού ιστορικού του ασθενούς, καθώς και με κλινική εξέταση της περιοχής. Ο ιατρός θα ζητήσει από τον ασθενή να σηκωθεί όρθιος, να βήξει σε καθιστή θέση ή να πιέσει την κοιλιακή χώρα. Η χαρακτηριστική διόγκωση της βουβωνοκήλης είναι αρκετή για να οριστικοποιήσει τη διάγνωση.

Σε περίπτωση όπου ο ιατρός δεν μπορεί να εντοπίσει τη θέση της κήλης, ή χρειάζεται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το ποιόν της, ενδέχεται να κριθούν απαραίτητες μερικές απεικονιστικές εξετάσεις. Αυτές συνήθως περιλαμβάνουν υπερηχογράφημα, αξονική και μαγνητική τομογραφία.

 

Βουβωνοκήλη: Αποκατάσταση

Η βουβωνοκήλη είναι μια πάθηση η οποία αντιμετωπίζεται αποκλειστικά χειρουργικά. Αυτό συμβαίνει διότι δεν υπάρχουν συντηρητικοί τρόποι ανάταξης ή αυτόματης υποχώρησης των ενδοκοιλιακών σπλάχνων στην αρχική τους θέση. Σημαντικό είναι να αποφευχθεί ο κίνδυνος περίσφιξης, δηλαδή στένωσης του στομίου της κήλης και νέκρωσης του ιστού που περιλαμβάνει. Αυτή η τελευταία επιπλοκή είναι επικίνδυνη καθώς απαιτεί επείγουσα χειρουργική επέμβαση για τη λύση του προβλήματος.

Οι μέθοδοι αντιμετώπισης της βουβωνοκήλης είναι δύο: το ανοικτό χειρουργείο και οι ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές.

 

Ανοικτό Χειρουργείο

Η ανοικτή τεχνική αποκατάστασης της βουβωνοκήλης ακολουθεί τις παραδοσιακές χειρουργικές μεθόδους. Ο ιατρός πραγματοποιεί μια τομή στη βουβωνική χώρα, χρησιμοποιώντας ένα νυστέρι, και επιδιορθώνει τη βουβωνοκήλη. Τοποθετεί το περιεχόμενο της κήλης στην αρχική του θέση, μέσα στην κοιλιά, και χρησιμοποιεί ειδικό διπλό πλέγμα για να ενισχύσει τα αδύναμα σημεία του κοιλιακού τοιχώματος. Το πλέγμα αυξάνει τη σταθερότητα του κοιλιακού τοιχώματος, καθιστώντας την ανοικτή τεχνική ιδανική για ανθρώπους οι οποίοι παρουσιάζουν προβλήματα μεγάλων και περίπλοκων κηλών.

 

Μη επεμβατικές τεχνικές

Παρά το γεγονός ότι η ανοικτή μέθοδος επιδιόρθωσης της βουβωνοκήλης είναι αρκετά διάσημη, υπάρχουν πολυάριθμοι παράγοντες οι οποίοι ενδέχεται να την καταστήσουν παρωχημένη. Βασικός αυτών είναι η αργή ανάρρωση του ασθενούς, καθώς και ο μετεγχειρητικός πόνος ο οποίος μπορεί να βιώσει. Για τον λόγο αυτό, αναπτύχθηκαν ειδικές, ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές οι οποίες εκμεταλλεύονται τις προόδους της ιατρικής τεχνολογίας για να επιλύσουν τα προβλήματα που ενδέχεται να αναπτυχθούν. Δημοφιλέστερες εξ αυτών είναι η TAPP (TransAbdominal PrePeritoneal) και η TEP (Totally ExtraPeritoneal).

Κατά τη μέθοδο TAPP, o ιατρός χρησιμοποιεί λαπαροσκοπικές μεθόδους για να εισέλθει στον κοιλιακό χώρο μέσω μικρών τομών. Επιβλέπει τον χώρο μέσω του λαπαροσκοπίου, ανατάσσει το περιεχόμενο του κηλικού σάκου και τοποθετεί το ειδικό πλέγμα στη βουβωνική περιοχή με τη βοήθεια των ειδικών λαπαροσκοπικών εργαλείων. Βασική διαφορά της τεχνικής αυτής με την TEP είναι το γεγονός ότι η δεύτερη δεν απαιτεί την είσοδο των χειρουργικών εργαλείων στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Το ειδικό πλέγμα τοποθετείται μεταξύ του κοιλιακού τοιχώματος και του περιτοναίου, καθιστώντας την τεχνική TEP τη λιγότερο επεμβατική από τις δύο.

Ανεξάρτητα από την επιλογή μεθόδου επέμβασης, βασικό χαρακτηριστικό της χειρουργικής επιτυχίας είναι η καλή μετεπεμβατική φροντίδα του ασθενούς. Σημαντικό είναι να αποφευχθεί η άρση βαρέων αντικειμένων για περίπου 6-8 εβδομάδες, καθώς ο ασθενής πρέπει να ξεκουραστεί για να μη διατείνονται οι ιστοί του κοιλιακού τοιχώματος. Ο ασθενής μπορεί να ξεκινήσει το περπάτημα σχεδόν αμέσως μετά το χειρουργείο, ενώ οφείλει να ακολουθήσει διατροφή με ελαφριά γεύματα για την αποφυγή δυσκοιλιότητας και αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης.

 

Ο Γενικός Χειρουργός – Στρατιωτικός Ιατρός Δρ. Ιωάννης Δοντάς διαθέτει πολυετή εμπειρία στην αντιμετώπιση των παθήσεων του κοιλιακού τοιχώματος και ειδικότερα των κηλών. Διευθύνει την Κλινική Laser Surgery, στην οποία μπορείτε να πραγματοποιήσετε κάθε απαραίτητη εξέταση. Εάν εμφανίσετε συμπτώματα βουβωνοκήλης, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του.