Καλπροτεκτίνη κοπράνων
Τι είναι η καλπροτεκτίνη κοπράνων;
Η καλπροτεκτίνη κοπράνων αποτελεί μια ουσία, η οποία εντοπίζεται στα κόπρανα. Εξετάζεται συνήθως επί υποψίας φλεγμονής του εντέρου, αφού αυξάνεται σε περιπτώσεις νόσησης με κάποια φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, όπως η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn. Η καλπροτεκτίνη υποδηλώνει μετανάστευση των ουδετερόφιλων, ενός τύπου λευκών αιμοσφαιρίων τα οποία αυξάνονται σε περιπτώσεις φλεγμονής.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η καλπροτεκτίνη ανευρίσκεται στα κόπρανα σε χαμηλά ποσοστά. Απόκλιση από τις φυσιολογικές τιμές πρέπει πάντοτε να εξετάζεται, για να οριστεί η πιθανή ύπαρξη φλεγμονής.
Πότε πραγματοποιείται η εξέταση καλπροτεκτίνης;
Η εξέταση καλπροτεκτίνης κοπράνων πραγματοποιείται επί ανάδειξης ύποπτων συμπτωμάτων εντερικής φλεγμονής. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα εξής:
- Διαταραγμένες εντερικές κινήσεις (δυσκοιλιότητα/διάρροια)
- Αίμα ή/και βλέννη στα κόπρανα
- Επιτακτική ανάγκη για κένωση
- Ακούσια απώλεια βάρους
- Έντονο κοιλιακό άλγος
- Φούσκωμα ή/και τυμπανισμός
- Εντερικοί σπασμοί
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η εξέταση καλπροτεκτίνης κοπράνων χρησιμοποιείται για την οριστικοποίηση της αιτίας φλεγμονής, και διαφοροποίηση των παθήσεων του εντέρου που ενδέχεται να την προκαλούν. Συνήθως, οι καταστάσεις οι οποίες εμφανίζονται με παρόμοιο τρόπο και πρέπει να διαχωριστούν είναι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου. Αναλυτικότερα:
- Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου: Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου αποτελεί ένα σύνδρομο που παρουσιάζει ένα σύνολο συμπτωμάτων, τα οποία επηρεάζουν την εντερική λειτουργία. Περιλαμβάνουν κοιλιακό άλγος, διαταραχές των κινήσεων του εντέρου και αίσθηση φουσκώματος. Βασική διαφορά του με τη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου είναι ότι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου δε χαρακτηρίζεται από φλεγμονή.
- Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου: Πρόκειται για μια ομάδα παθήσεων του παχέος εντέρου, η οποία περιλαμβάνει την ελκώδη κολίτιδα και τη νόσο του Crohn. Οι ασθένειες αυτές ενδέχεται να παρουσιάσουν διάφορα συμπτώματα, όπως η δυσκοιλιότητα, η διάρροια, ο έντονος κοιλιακός πόνος, οι αιμορραγικές κενώσεις και το φούσκωμα. Αντιθέτως με το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, οι φλεγμονώδεις εντερικές παθήσεις χαρακτηρίζονται από φλεγμονή.
Καλπροτεκτίνη κοπράνων: Προετοιμασία & Διαδικασία Εξέτασης
Η εξέταση της καλπροτεκτίνης κοπράνων δεν προϋποθέτει κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία. Ο ασθενής θα πρέπει να ενημερώσει τον ιατρό του για οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή λαμβάνει, καθώς ενδέχεται να χρειαστεί να τροποποιήσει τη δοσολογία.
Έπειτα από την αρχική επίσκεψη, ο ασθενής θα προμηθευτεί ένα ειδικό δοχείο συλλογής κοπράνων, το οποίο θα φιλοξενήσει το δείγμα για την εξέταση. Ο ιατρός θα εξηγήσει τη διαδικασία στον ασθενή, έτσι ώστε να συλλέξει σωστά το δείγμα στο σπίτι. Σε γενικές γραμμές, η συλλογή κοπράνων πραγματοποιείται ως εξής:
- Ο ασθενής καταγράφει το όνομά του, καθώς και την ημερομηνία και την ώρα συλλογής του δείγματος.
- Τοποθετεί το ειδικό πλαστικό στη λεκάνη της τουαλέτας για τη συλλογή των κοπράνων, και πραγματοποιεί την εντερική κένωση.
- Ο ασθενής συλλέγει το δείγμα κοπράνων σύμφωνα με τις οδηγίες του ιατρού του. Η συλλογή πρέπει να γίνει με προσοχή, έτσι ώστε το δείγμα να μην ανακατευτεί με ούρα, νερό της τουαλέτας ή χαρτί τουαλέτας.
- Ο ασθενής κλείνει το δοχείο καλά και πλένει τα χέρια του με σαπούνι και νερό.
Πότε αυξάνεται η καλπροτεκτίνη;
Υπάρχουν πολλές παθήσεις, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν αύξηση της τιμής της καλπροτεκτίνης στον ασθενή. Αυτές χαρακτηρίζονται κυρίως από δημιουργία φλεγμονωδών εστιών στο έντερο, και περιλαμβάνουν τα παρακάτω:
- Νόσος του Crohn
- Ελκώδης κολίτιδα
- Καρκίνος παχέος εντέρου
- Εκκολπωματίτιδα
- Λοιμώδης γαστρεντερίτιδα
- Εντερική κυστική ίνωση
Ασθένειες όπως η κίρρωση του ήπατος και η κοιλιοκάκη μπορούν επίσης να προκαλέσουν αυξημένες τιμές της καλπροτεκτίνης κοπράνων.
Καλπροτεκτίνη κοπράνων: Φυσιολογικές τιμές
Οι φυσιολογικές τιμές της καλπροτεκτίνης κοπράνων ορίζονται ανάλογα με την ηλικία του ασθενούς. Τα όρια παρουσιάζονται αναλυτικότερα στον παρακάτω πίνακα:
ΗΛΙΚΙΑ ΑΣΘΕΝΟΥΣ | ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΟΡΙΟ |
2-9 ετών | 166 mg/g |
10-59 ετών | 51 mg/g |
από 60 ετών και άνω | 112 mg/g |
Ο Γενικός Χειρουργός – Πρωκτολόγος – Στρατιωτικός Ιατρός Δρ. Ιωάννης Δοντάς διαθέτει πολυετή εμπειρία στην αντιμετώπιση των παθήσεων του εντέρου και του πρωκτού. Διευθύνει την Κλινική Laser Surgery, στην οποία μπορείτε να πραγματοποιήσετε κάθε απαραίτητη εξέταση. Εάν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερα για την καλπροτεκτίνη κοπράνων, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του.
Μπορεί η καλπροτεκτίνη κοπράνων να αποτελέσει δείκτη ένδειξης κακοήθειας;
Αυξημένη ποσότητα καλπροτεκτίνης στα κόπρανα μπορεί να υποδείξει και ύπαρξη κάποιας κακοήθειας εντέρου ή ορθού. Ωστόσο, λόγω της ευαισθησίας της ουσίας αυτής στην φλεγμονή, είναι απαραίτητη η συνεξέταση των συμπτωμάτων που παρουσιάζει ο ασθενής, όπως επίσης και η διενέργεια ενδοσκόπησης του κατωτέρου πεπτικού συστήματος, προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια ολοκληρωμένη διάγνωση.
Πώς βοηθάει η εξέταση καλπροτεκτίνης στην διάκριση μεταξύ των εντερικών παθήσεων;
Η καλπροτεκτίνη κοπράνων μπορεί να βοηθήσει στη διαγνωστική διάκριση μεταξύ των εντερικών παθήσεων οι οποίες παρουσιάζουν παρόμοια συμπτώματα, όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου. Και οι δύο αυτές καταστάσεις ενδέχεται να δημιουργήσουν δυσλειτουργικές κινήσεις του εντέρου, κοιλιακό άλγος και φούσκωμα. Ωστόσο, μόνο η εξέταση καλπροτεκτίνης μπορεί να υποδείξει εύκολα κάποια εστία φλεγμονής στο έντερο.
Ποια είναι τα συμπτώματα που ενδέχεται να οδηγήσουν σε πραγματοποίηση εξέτασης καλπροτεκτίνης;
Η εξέταση καλπροτεκτίνης κοπράνων πραγματοποιείται επί ανάδειξης ύποπτων συμπτωμάτων εντερικής φλεγμονής. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι διαταραγμένες εντερικές κινήσεις, ο εντοπισμός αίματος και βλέννης στα κόπρανα, το έντονο κοιλιακό άλγος, οι εντερικοί σπασμοί, το φούσκωμα κ.ά.
Ποιες είναι οι φυσιολογικές τιμές καλπροτεκτίνης στα κόπρανα;
Τα φυσιολογικά επίπεδα της καλπροτεκτίνης κρίνονται από την ηλικία του ασθενούς. Σε γενικές γραμμές, μια φυσιολογική τιμή καλπροτεκτίνης για τους ενήλικες είναι τα 51 mg/g. Παιδιά μικρότερα των 10 ετών και ηλικιωμένοι άνω των 60 διαθέτουν υψηλότερα φυσιολογικά όρια.